- ένθεσμος
- -η, -ο (AM ἔνθεσμος, -ον) [εντίθημι]μσν.ο αναγνωρισμένος από τους θεσμούςαρχ.1. ο κατά τους θεσμούς, έννομος, νόμιμος2. έγκυρος, που ισχύει κατά τον νόμο, αναγνωρισμένος3. αυτός που επιτρέπεται4. (για πρόσ.) αυτός που δρα δίκαια, ο δίκαιος.επίρρ...ενθέσμωςνομίμως, δικαίως, με τρόπο έννομο.
Dictionary of Greek. 2013.